Δελτίο Τύπου
17 Ιουλ 2024 

ΕΥ: Εξακολουθεί να ενισχύεται η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού παρά την κάμψη σε πανευρωπαϊκό επίπεδο

Διευθυντής Επικοινωνίας

► Ισχυρότερη επίδοση της χώρας στις άμεσες ξένες επενδύσεις για δεύτερη συνεχή χρονιά

 ► Ένας στους δύο ερωτηθέντες (51%) δήλωσε ότι η επιχείρησή του σχεδιάζει να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα τη χρονιά που έρχεται

 ► Δύο στους τρεις συμμετέχοντες (69%) εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί στα επόμενα τρία χρόνια

 ► Ανθρώπινες δεξιότητες, φορολογία, υψηλή τεχνολογία και καινοτομία, βασικές προτεραιότητες για την Ελλάδα, σύμφωνα με τους ερωτηθέντες

 ► Εννέα άξονες προτάσεων της ΕΥ για τη βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας

Την ώρα που οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) στην Ευρώπη καταγράφουν κάμψη, η ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού εξακολουθεί να ενισχύεται. 51% των ερωτηθέντων που συμμετείχαν στην έκτη έκδοση της ετήσιας μεγάλης έρευνας της ΕΥ Ελλάδος, EY Attractiveness Survey Ελλάδα 2024, σχεδιάζουν να αναπτύξουν ή να επεκτείνουν τις δραστηριότητές τους στη χώρα μας, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου, ενώ 69% εκτιμούν ότι η ελκυστικότητα της Ελλάδας θα βελτιωθεί περαιτέρω στα επόμενα τρία χρόνια. Η φετινή έκδοση της έρευνας της EY Ελλάδος, με θέμα την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, διενεργήθηκε από τη FT Longitude, με τη συμμετοχή 250 στελεχών από ξένες επιχειρήσεις, στο διάστημα από 8 Μαρτίου έως 4 Απριλίου 2024.

Τα ευρήματα της έρευνας παρουσίασε ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, κ. Γιώργος Παπαδημητρίου, στην εναρκτήρια συνεδρία του 7th InvestGR Forum 2024: Charting the Future, η οποία πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 17 Ιουλίου, στην Αθήνα.

Ισχυρότερη επίδοση της χώρας στις ΑΞΕ για δεύτερη συνεχή χρονιά

Σύμφωνα με το ΕΥ European Investment Monitor (ΕΙΜ), μια εκτεταμένη βάση δεδομένων που παρακολουθεί τις επενδύσεις σε greenfield projects, το 2023 πραγματοποιήθηκαν στη χώρα μας 50 ΑΞΕ, έναντι 47 το 2022, κατατάσσοντας την Ελλάδα στη 19η θέση μεταξύ των 45 χωρών της έρευνας. Αθροιστικά, οι επενδύσεις των τελευταίων δύο και τριών ετών αντιπροσωπεύουν, αντίστοιχα, το 25% και το 33% των επενδύσεων που έχει καταγράψει η έρευνα από την έναρξή της το 2000.

Η φετινή έρευνα επιβεβαιώνει, επίσης, την τάση βελτίωσης της ποιοτικής σύνθεσης των επενδύσεων, με την έμφαση να μετατοπίζεται σε δραστηριότητες έντασης γνώσης και υψηλής προστιθέμενης αξίας και τομείς κρίσιμους για την αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, όπως το λογισμικό και οι υπηρεσίες πληροφορικής (24%), οι επαγγελματικές υπηρεσίες και υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (16%), και οι μεταφορές και τα logistics (16%). 

Σε ιστορικό υψηλό η διάθεση για επενδύσεις

Ένας στους δύο ερωτηθέντες (51%) δήλωσε ότι η επιχείρησή του σχεδιάζει να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της στην Ελλάδα, στη διάρκεια του επόμενου χρόνου. Πρόκειται για την υψηλότερη επίδοση της χώρας στον κρίσιμο αυτόν δείκτη, ο οποίος την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας για την Ελλάδα, το 2019, βρισκόταν στο 30%. Μεταξύ των πολύ μεγάλων επιχειρήσεων (έσοδα περισσότερα από €1,5 δισ.), το ποσοστό είναι ακόμη μεγαλύτερο (65%), ενώ μεταξύ των ήδη εγκατεστημένων στην Ελλάδα επιχειρήσεων φτάνει το 70%.

Τα επενδυτικά σχέδια των επιχειρήσεων αυτών καλύπτουν, κυρίως, τις υπηρεσίες προς επιχειρήσεις (66%), τα γραφεία πωλήσεων και μάρκετινγκ (55%), και την έρευνα και ανάπτυξη (51%). Ως βασικός λόγος για τη δημιουργία νέων ή την επέκταση υφιστάμενων δραστηριοτήτων από τις επιχειρήσεις αυτές, αναδεικνύεται η πρόσβαση σε δεξιότητες (41%).

Ως βασικούς κινδύνους για την ελκυστικότητα της χώρας τα επόμενα τρία χρόνια οι συμμετέχοντες ανέφεραν τα υψηλά επιτόκια και τις περιοριστικές χρηματοοικονομικές συνθήκες (44%), το ύψος του δημόσιου χρέους και τις επιπτώσεις του στη φορολογία (34%), και τον υψηλό πληθωρισμό (32%).

Εξακολουθεί να βελτιώνεται η άποψη των επενδυτών για την Ελλάδα και εντείνεται η αισιοδοξία για τις προοπτικές την επόμενη τριετία

Το 62% των ερωτώμενων (από 60% πέρσι και 47% το 2019), δήλωσαν ότι τον τελευταίο χρόνο έχει βελτιωθεί η άποψή τους για την Ελλάδα, ως ένα μέρος όπου η επιχείρησή τους θα μπορούσε να αναπτύξει ή να επεκτείνει τις δραστηριότητές της.

Ένα ακόμη μεγαλύτερο ποσοστό (69%, από 67% πέρσι) εκτιμά ότι η ελκυστικότητα της χώρας θα βελτιωθεί περαιτέρω την επόμενη τριετία. Την αισιοδοξία αυτή αποδίδουν, κυρίως, στην ποιότητα των υποδομών (42%), τη στρατηγική γεωγραφική θέση της χώρας (35%) και την ύπαρξη μίας ισχυρής ατζέντας για τη βιώσιμη ανάπτυξη (34%). Αντίθετα, το 13% των ερωτώμενων που αναμένουν επιδείνωση της ελκυστικότητας της χώρας, το αποδίδουν στην αβεβαιότητα για το πολιτικό και ρυθμιστικό περιβάλλον (48%), την έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού με δεξιότητες (45%), και τη συρρίκνωση της αγοράς (39%). 

Αποτελεσματική η πολιτική ελκυστικότητας της χώρας με διαχρονική βελτίωση σε επιμέρους πτυχές

Συνολικά, 79% των συμμετεχόντων, έναντι 76% το 2023, χαρακτήρισαν ως αποτελεσματική την πολιτική ελκυστικότητας της χώρας για την προσέλκυση διεθνών επενδυτών. Το 2019, πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας, το ποσοστό αυτό ήταν 50%, εύρημα που υποδηλώνει ότι οι επιχειρήσεις συνδέουν τη βελτίωση της εικόνας της χώρας ως δυνητικού επενδυτικού προορισμού, με την άσκηση μιας αποτελεσματικής πολιτικής.

Ως προς τις επιμέρους πτυχές της πολιτικής της χώρας για την ενίσχυση της ελκυστικότητάς της, οι καλύτερες επιδόσεις καταγράφονται στην προσέλκυση επιχειρήσεων (72%), την προσέλκυση καινοτόμων δραστηριοτήτων (71%) και την προσέλκυση ανθρώπινου ταλέντου (68%). Χαμηλότερα κατατάσσονται η προσέλκυση κεφαλαίου (63%) και η προσέλκυση κεντρικών γραφείων επιχειρήσεων (58%), και η δημιουργία κέντρων ανταγωνιστικότητας και κόμβων παγκόσμιας εμβέλειας (52%). Σημειώνεται ότι, τρεις από τους δείκτες αυτούς έχουν υποχωρήσει ελαφρώς σε σχέση με πέρσι, ωστόσο όλοι είναι σημαντικά βελτιωμένοι σε σύγκριση με την πρώτη χρονιά διεξαγωγής της έρευνας, το 2019, όταν κανείς δεν ξεπερνούσε το 50%.

Καλές οι επιδόσεις της χώρας σε κρίσιμους επιμέρους τομείς, με εξαίρεση τη φορολογία

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αξιολόγησαν, επίσης, την Ελλάδα, με βάση μία σειρά από κριτήρια που συνδέονται με τους κρισιμότερους παράγοντες που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις: τη βιώσιμη ανάπτυξη, την ηλεκτρική ενέργεια, την τεχνολογία, το ανθρώπινο δυναμικό και τη φορολογία.

Για τις τέσσερις από τις πέντε αυτές θεματικές ενότητες, η γενική εικόνα που προκύπτει για τη χώρα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ικανοποιητική, με περισσότερους από τους μισούς ερωτώμενους να αξιολογούν ως «καλές» ή «πολύ καλές» τις επιδόσεις σε όλες τις επιμέρους πτυχές κάθε ενότητας, και τον μέσο όρο των θετικών απαντήσεων να διαμορφώνεται μεταξύ 61% και 63%. Εξαίρεση αποτελεί η ενότητα της φορολογίας, όπου ο μέσος όρος των θετικών απαντήσεων διαμορφώνεται στο 53%.

Ανάγκη για ταχύτερο βηματισμό

Σε ένα αντίξοο περιβάλλον για την Ευρώπη, η Ελλάδα κατόρθωσε να βελτιώσει τις επιδόσεις της, τόσο ως προς τον αριθμό των επενδύσεων που προσέλκυσε, όσο και ως προς την εικόνα της στην επενδυτική κοινότητα. Συγχρόνως, όμως, η έρευνα αναδεικνύει και σημεία υστέρησης έναντι των ανταγωνιστριών χωρών, πολλές από τις οποίες κινούνται με ακόμη ταχύτερους ρυθμούς, την ώρα που, στη μάχη για την προσέλκυση επενδύσεων, η Ελλάδα ξεκινά από ένα χαμηλότερο σημείο εκκίνησης.

Για παράδειγμα, η πρόθεση για επενδύσεις στην Ελλάδα, παρότι διαμορφώθηκε φέτος στο υψηλότερο επίπεδο από το 2019, εξακολουθεί να υστερεί σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες διεξήχθη η έρευνα. Αντίστοιχα, ενώ πέρσι το ποσοστό των ερωτώμενων που ανέμεναν βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας την επόμενη τριετία, ήταν το υψηλότερο μεταξύ των υπό σύγκριση χωρών, φέτος υστερεί σε σχέση με τη Γαλλία, την Πορτογαλία, αλλά και το σύνολο της Ευρώπης.

Για τέταρτη χρονιά, ανθρώπινες δεξιότητες, φορολογία, υψηλή τεχνολογία και καινοτομία, βασικές προτεραιότητες για την Ελλάδα

Για να διατηρήσει η Ελλάδα την ανταγωνιστική της θέση στην παγκόσμια οικονομία, οι ερωτώμενοι εξακολουθούν να προκρίνουν τρεις βασικές προτεραιότητες: τη βελτίωση του εκπαιδευτικού συστήματος και των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε ανθρώπινο κεφάλαιο (28%), τη μείωση της φορολογίας (27%) και την υποστήριξη των κλάδων υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας, όπως οι καθαρές τεχνολογίες, κ.ά. (24%). Οι τρεις αυτές παράμετροι βρίσκονται σταθερά στην κορυφή της κατάταξης των προτεραιοτήτων τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

Οι προτάσεις της ΕΥ

Όπως κάθε χρόνο, η ΕΥ Ελλάδος, μέσω της έρευνας, Attractiveness Survey Ελλάδα 2024, καταθέτει τις προτάσεις της για την περαιτέρω βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας, οι οποίες κινούνται σε εννέα βασικούς άξονες:

1.     Ενίσχυση των δεξιοτήτων του ανθρώπινου δυναμικού

2.     Αξιοποίηση και ανάπτυξη της τεχνητής νοημοσύνης

3.     Ενίσχυση του τομέα της έρευνας και ανάπτυξης

4.     Ενίσχυση της βιώσιμης ανάπτυξης με την αξιοποίηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της χώρας

5.     Ελκυστικότητα του φορολογικού συστήματος

6.     Επιτάχυνση του ρυθμού απονομής της δικαιοσύνης

7.     Ενίσχυση των υποδομών για την αξιοποίηση των ευκαιριών που δημιουργεί το reshoring

8.     Μεγέθυνση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) και ο σημαντικός ρόλος των μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων

9.     Μετασχηματισμός της εγχώριας βιομηχανίας και προσέλκυση βιομηχανικών επενδύσεων

Στο πλαίσιο της έρευνας, τις απόψεις τους για τη σημασία των ξένων επενδύσεων για την Ελλάδα εκφράζουν οι Υπουργοί κ.κ. Κωστής Χατζηδάκης – Υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας – Υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Θεόδωρος Σκυλακάκης – Υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Τάκης Θεοδωρικάκος – Υπουργός Ανάπτυξης, και Δημήτρης Παπαστεργίου – Υπουργός Ψηφιακής Διακυβέρνησης, καθώς και οι κ.κ. Γιάννης Στουρνάρας – Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Μαρίνος Γιαννόπουλος – Διευθύνων Σύμβουλος, Enterprise Greece, Σπύρος Θεοδωρόπουλος – Πρόεδρος ΣΕΒ, Γιάννος Κοντόπουλος – Διευθύνων Σύμβουλος, Όμιλος Χρηματιστηρίου Αθηνών, και Λουκία Σαράντη – Πρόεδρος ΣΒΕ.

Παρουσιάζοντας την έρευνα, ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΥ Ελλάδος, κ. Γιώργος Παπαδημητρίου, δήλωσε: «Η έκτη έκδοση της έρευνάς μας, επιβεβαιώνει την πρόοδο που έχει συντελεστεί τα τελευταία χρόνια στον τομέα των επενδύσεων. Ο αριθμός των ΑΞΕ αυξάνεται σταθερά, η ποιοτική τους σύνθεση βελτιώνεται, η πρόθεση για περαιτέρω επενδύσεις ενισχύεται, και κρίσιμοι δείκτες κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε, ότι στη μάχη για την προσέλκυση επενδύσεων, η Ελλάδα ξεκινά από ένα χαμηλότερο σημείο εκκίνησης και καλείται να ανταγωνιστεί ισχυρές και καθιερωμένες ευρωπαϊκές δυνάμεις, αλλά και μία σειρά από περιφερειακές οικονομίες, που, και αυτές, στηρίζουν την ανάπτυξή τους στην ενίσχυση των ΑΞΕ. Οφείλουμε, συνεπώς, να εντείνουμε τις προσπάθειές μας, εστιάζοντας στα κρίσιμα ζητήματα που επηρεάζουν σήμερα τις επενδυτικές αποφάσεις. Πιστεύουμε ότι οι προτάσεις που καταθέτει η ΕΥ μπορούν να συμβάλουν σημαντικά σε αυτήν την κατεύθυνση». 

 

Για να διαβάσετε την πλήρη έκδοση της έρευνας, πατήστε εδώ.

 

-τέλος-

Σχετικά με την EY

Στην ΕΥ, σκοπός μας είναι η δημιουργία ενός καλύτερου εργασιακού κόσμου, παράγοντας μακροπρόθεσμη αξία για τους πελάτες μας, τους ανθρώπους μας και την κοινωνία, και οικοδομώντας εμπιστοσύνη στις κεφαλαιαγορές.

Αξιοποιώντας τα δεδομένα και την τεχνολογία, οι πολυσυνθετικές ομάδες μας, σε περισσότερες από 150 χώρες, οικοδομούν την εμπιστοσύνη μέσω της διασφάλισης της καλής λειτουργίας των επιχειρήσεων και βοηθούν τους πελάτες μας να αναπτυχθούν, να μετασχηματιστούν και να λειτουργήσουν αποτελεσματικότερα.

Μέσω των Ελεγκτικών, Συμβουλευτικών, Νομικών και Φορολογικών Υπηρεσιών μας, καθώς και μέσω των Συμβουλευτικών Υπηρεσιών Εταιρικής Στρατηγικής και Συναλλαγών, οι ομάδες της EY θέτουν καλύτερες ερωτήσεις, για να καταλήξουν σε νέες απαντήσεις στα περίπλοκα ζητήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος μας σήμερα.