10 λεπτά 4 Ιουν 2020
detail of a ring of fern fonds

Πώς ο ολικός μετασχηματισμός της ελληνικής οικονομίας αποτελεί το κλειδί για την ανάκαμψη από τον COVID-19

10 λεπτά 4 Ιουν 2020

Όταν ξέσπασε η πανδημία του COVID-19, ελάχιστες επιχειρήσεις σε ολόκληρο τον κόσμο ήταν προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν την επακόλουθη κρίση. Είναι ενδεικτικό ότι τo 79% των μελών Διοικητικών Συμβουλίων που έλαβαν μέρος σε πρόσφατη έρευνα της EY, εκτιμούσαν ότι οι επιχειρήσεις τους δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένες για να αντιμετωπίσουν ένα σενάριο έκτακτης ανάγκης. Το εύρημα αυτό είναι αρκετά ανησυχητικό, αν αναλογιστεί κανείς την απρόβλεπτη κρίση που επακολούθησε και, γενικότερα, εάν λάβουμε υπόψη το γεγονός ότι ζούμε σε μία περίοδο αστάθειας, όπου θα μπορούσαν δυνητικά να προκύψουν και άλλες κρίσεις.

Αυτό που έχει σημασία είναι να έχει θεσμοθετήσει μια επιχείρηση τους μηχανισμούς, τις διαδικασίες και τα πρωτόκολλα που θα της επιτρέψουν μία άμεση και αποτελεσματική αντίδραση σε απρόβλεπτες καταστάσεις, γενικότερα. Υπό αυτήν την έννοια, ένα μέρος της ελληνικής επιχειρηματικότητας τα πήγε καλά. Ήταν οι επιχειρήσεις που είχαν, προ-κρίσης κιόλας, επενδύσει στον ψηφιακό μετασχηματισμό τους και την αναβάθμιση των τεχνολογικών υποδομών και υποδομών κυβερνοασφάλειας τους, που είχαν επιτύχει ευελιξία στις επιχειρηματικές δράσεις τους μέσα από τον επανασχεδιασμό του επιχειρηματικού τους μοντέλου και των οργανωτικών δομών τους, που είχαν θωρακίσει το δίκτυό τους μεταβαίνοντας σε σύγχρονες και διαφοροποιημένες εφοδιαστικές αλυσίδες και που είχαν, προ πάντων, επενδύσει στη θωράκιση του ανθρώπινου δυναμικού τους με νέες, ψηφιακές δεξιότητες. Είδαμε, όμως, και επιχειρήσεις που ήταν εντελώς απροετοίμαστες και δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν ή αποπειράθηκαν να προσεγγίσουν την κατάσταση με νοοτροπία “business as usual”.

Η μετάβαση αρκετών τομέων του Δημοσίου στην «Ψηφιακή Εποχή», μέσα, μάλιστα, σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αποτέλεσε μία ευχάριστη έκπληξη για όλους. Το e-government είναι κάτι για την ανάγκη και τη χρησιμότητα του οποίου, επιχειρηματολογούσαμε αρκετό καιρό στην Ελλάδα, και φάνηκε ότι η πανδημία επέσπευσε την έλευσή του. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, το γεγονός ότι αρκετές κρίσεις αποτελούν γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη της καινοτομίας – είτε αυτή αφορά την τεχνολογία, είτε απλά αφορά οργανωτικές δομές.

Η πανδημία δίνει την ευκαιρία στις επιχειρήσεις να επανεξετάσουν τα σχέδια διαχείρισης κρίσεως και επιχειρησιακής συνέχειας που διαθέτουν και να τα αναθεωρήσουν, ούτως ώστε να μην ξαναβρεθούν προ εκπλήξεως – πολλές θα χρειαστεί να καταρτίσουν αντίστοιχα σχέδια, καθώς δε διέθεταν αντίστοιχες προβλέψεις στον σχεδιασμό τους, περνώντας έτσι σε μία νέα φάση επιχειρησιακής ετοιμότητας και ωριμότητας στο πώς αντιμετωπίζουν περιστατικά κρίσης.

Ανεξαρτήτως COVID-19, είναι κρίσιμο οι επιχειρήσεις να μπουν σε μια μετασχηματιστική τροχιά, επικεντρωνόμενες στην επιχειρηματική καινοτομία και την ψηφιοποίηση, για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Θα πρέπει να σχεδιάσουν το μέλλον τους εστιάζοντας, όχι μόνο στο «τώρα», αλλά και στην «επόμενη μέρα», καθώς και το «μετέπειτα».

Οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι στη μετά-lockdown εποχή

Εξετάζοντας τις επιπτώσεις της κρίσης, οι συνέπειες και οι παρενέργειες του lockdown διαφέρουν σημαντικά από κλάδο σε κλάδο και από επιχείρηση σε επιχείρηση. Για ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων που υποχρεώθηκαν να κλείσουν, οι συνέπειες θα είναι βαριές, τόσο στην κερδοφορία, όσο και – κυρίως – στη ρευστότητα, ιδιαίτερα, μάλιστα, σε όσες είχαν προβλήματα επιβίωσης και πριν την εμφάνιση της πανδημίας. Για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν, θα πρέπει, κατ’ αρχήν, να υπάρξει γρήγορη ανάκαμψη, πράγμα για το οποίο δεν μπορούμε να είμαστε ακόμη βέβαιοι ότι είναι εφικτό. Ωστόσο, πρέπει και οι επιχειρήσεις να δείξουν προσαρμοστικότητα και βέβαια να υπάρξει στήριξη από την Πολιτεία, που να επικεντρώνεται στους τομείς που επλήγησαν περισσότερο και, ενδεχομένως, θα εξακολουθήσουν να πλήττονται στους επόμενους μήνες, όπως για παράδειγμα ο κλάδος της εστίασης και ο τουρισμός.

Το ίδιο ισχύει και για τους εργαζόμενους. Δυστυχώς, όπως συμβαίνει πάντα σε περιόδους κρίσης, περισσότερο έχουν πληγεί οι πιο αδύναμοι – αυτοί που δεν είχαν δυνατότητα εργασίας από το σπίτι, οι εποχιακά απασχολούμενοι, οι πιο νέοι. Αυτοί θα πρέπει να υποστηριχθούν με εξειδικευμένα μέτρα και προγράμματα απασχόλησης ή και μετεκπαίδευσης, εάν θέλουμε να κάμψουμε την άνοδο των ποσοστών ανεργίας και να διατηρήσουμε ένα ενεργό εργατικό δυναμικό που θα μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η πανδημία.  

Τα πρώτα μέτρα στήριξης έπρεπε, εξ ανάγκης, να είναι άμεσα και, συνεπώς, οριζόντια, με αποτέλεσμα να ωφεληθούν πολλές κατηγορίες εργαζομένων και επιχειρήσεων, ανεξάρτητα από το μέγεθος της ζημιάς που είχαν υποστεί. Οι ΚΑΔ, για παράδειγμα, μόνο μέχρι ένα βαθμό αντικατοπτρίζουν το πόσο εκτεθειμένη είναι μια επιχείρηση. Πολύ απλά, χρησιμοποιήσαμε μία «ομπρέλα» γιατί μόνο αυτή είχαμε στη διάθεσή μας, εν μέσω κατακλυσμού.

Όσο περνά ο καιρός, τα μέτρα θα πρέπει να είναι πολύ πιο εξειδικευμένα και στοχευμένα, καθώς οι επιπτώσεις σε διαφορετικούς τομείς της οικονομίας θα είναι πιθανότατα δυσανάλογες. Ως προς την επάρκεια των μέτρων, είναι πολύ νωρίς να δώσουμε μία εκτίμηση, καθώς η κρίση είναι ακόμη σε εξέλιξη, ενώ αναμένονται και περαιτέρω κυβερνητικά μέτρα στήριξης της οικονομίας, μέσα και από κοινοτικούς πόρους. Πιθανότατα, ακόμη δεν έχουμε δει τις πλήρεις συνέπειες της κρίσης.

Προφανώς, στα ανωτέρω πρέπει να συνυπολογίσουμε και τις αντοχές της ελληνικής οικονομίας. Έχουμε την τύχη να ξεκινάμε από ένα πλεονασματικό προϋπολογισμό, αλλά, από την άλλη, έχουμε ένα τεράστιο χρέος που δεν μπορούμε να επιβαρύνουμε σημαντικά. Θετικό αποτελεί το γεγονός ότι τα μέτρα έχουν ως βασική προτεραιότητα τη στήριξη της απασχόλησης, ούτως ώστε το κόστος να μοιραστεί, κατά το δυνατόν, ισομερώς. 

Πρέπει να τονίσουμε, όμως, ότι κρίσιμη σε αυτή την προσπάθεια στήριξης της ελληνικής οικονομίας θα είναι και η παρέμβαση από πλευράς Ευρωπαϊκών Θεσμών. Δυστυχώς, η Ευρώπη αντέδρασε αρκετά «μουδιασμένα» και έχασε μια μεγάλη ευκαιρία να επιδείξει από νωρίς μία ενιαία στάση απέναντι στις καλπάζουσες εξελίξεις της πανδημίας, εμπλεκόμενη, για ακόμη μια φορά, σε διχαστικές διαβουλεύσεις, απογοητεύοντας αρκετούς. Φαίνεται, όμως, ότι το αδιέξοδο των πρώτων μηνών ξεπεράστηκε και υπάρχει κινητικότητα σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς λαμβάνουμε θετικά μηνύματα για πακέτα και μέτρα στήριξης που σίγουρα θα ωφελήσουν και τη χώρα μας. Τέτοια μέτρα, σε συνδυασμό με την ένταξη, για πρώτη φορά, των ελληνικών ομολόγων στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, αποτελούν θετικές εξελίξεις εν μέσω κρίσης. Δε θα πρέπει όμως να επαναπαυόμαστε - «συν Αθηνά και χείρα κίνει».

Η στήριξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας είναι το κλειδί για τον μετριασμό των επιπτώσεων της κρίσης. Σε αυτό το πνεύμα, το φετινό βραβείο του Έλληνα «Επιχειρηματία της Χρονιάς» αφιερώθηκε στο σύνολο της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Η απόφαση προήλθε από σχετική πρόταση των τεσσάρων νικητών των επιμέρους κατηγοριών του διαγωνισμού, την οποία αποδέχτηκε η Κριτική Επιτροπή, και με τη σύμφωνη γνώμη της EY. Το μήνυμα ήταν ξεκάθαρο και συνίστατο στην αναγνώριση του κρίσιμου ρόλου που θα κληθεί να διαδραματίσει η ελληνική επιχειρηματικότητα  στην επανεκκίνηση της οικονομίας, την επαύριο της πανδημίας, καθώς και των τεράστιων προκλήσεων με τις οποίες ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη. Η πρόταση αυτή των τεσσάρων νικητών, έχει – εκτός από ειδικό βάρος – έναν ιδιαίτερο συμβολισμό και αξία τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, όπου η ελληνική επιχειρηματικότητα δοκιμάζεται.

Ο τουρισμός και οι τράπεζες στο επίκεντρο

Δυο είναι τα άμεσα μεγάλα στοιχήματα σήμερα: o τουρισμός και οι τράπεζες. Με δεδομένη τη συμμετοχή του τουρισμού στο ΑΕΠ και την απασχόληση, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι 80% των εισπράξεων πραγματοποιούνται στο 2ο και 3ο τρίμηνο, η κυβέρνηση έπρεπε να πάρει άμεσα μια δύσκολη απόφαση, σταθμίζοντας οικονομικά οφέλη και υγειονομικούς κινδύνους. Προφανώς το άνοιγμα των συνόρων, έστω και με περιορισμούς, εμπεριέχει αυτούς τους κινδύνους. Ωστόσο, αν δε γινόταν, θα καταδικαζόταν ένας βασικός πυλώνας της οικονομίας και σχεδόν ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι, για τα επόμενα χρόνια, στερώντας τους τη δυνατότητα για ένα “rebound” του κλάδου.

Πριν έναν χρόνο, στη μεγάλη έρευνα της ΕΥ για την ελκυστικότητα της χώρας ως επενδυτικού προορισμού, «Attractiveness Survey: Ελλάδα 2019», είχαμε επισημάνει τους κινδύνους της μεγάλης εξάρτησης της οικονομίας από έναν κλάδο εξαιρετικά ευαίσθητο σε γεωπολιτικές κρίσεις και πιθανές αρνητικές διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις. Είναι καιρός αυτό το ζήτημα να μας προβληματίσει και να αρχίσουμε να εξετάζουμε σοβαρά την επένδυση και σε άλλους κλάδους της οικονομίας μας.

Η δεύτερη μεγάλη πρόκληση αφορά τις τράπεζες, που θα χτυπηθούν από την κρίση την ώρα ακριβώς που ήταν έτοιμες να κάνουν το επόμενο μεγάλο βήμα μείωσης των κόκκινων δανείων. Αντ’ αυτού, καλούνται τώρα να διοχετεύσουν ρευστότητα στην οικονομία και να διαχειριστούν ένα πιθανό νέο κύμα ΜΕΔ. Η Κυβέρνηση και οι Ευρωπαϊκοί Θεσμοί πρέπει να στηρίξουν αυτήν την προσπάθεια με κάθε τρόπο, γιατί διαφορετικά, πολλές επιχειρήσεις δε θα καταφέρουν να επιβιώσουν.

Η ανάγκη για έναν ολικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας

Οφείλουμε όλοι – η κυβέρνηση, οι αρμόδιοι φορείς, οι επιχειρήσεις και η κοινωνία – να επανεξετάσουμε το παραγωγικό μοντέλο της χώρας. Το μίγμα της οικονομικής δραστηριότητας θα πρέπει να διαφοροποιηθεί, ούτως ώστε να αποφύγουμε την εξάρτηση από συγκεκριμένους κλάδους. Πρέπει με φρέσκια ματιά να σκεφτούμε νέες ιδέες και νέες προτάσεις για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας – να στηρίξουμε και να ενισχύσουμε τομείς, όπως η βιομηχανία και η μεταποίηση και να αναδείξουμε άλλους, στους οποίους η χώρα μας, βάσει γεωγραφικής θέσης, κλίματος, αλλά και άλλων παραγόντων, μπορεί να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα, όπως ο αγροδιατροφικός τομέας, ο τομέας της τεχνολογίας και ο τομέας της ενέργειας.

Σε αυτή την προσπάθεια, η προσέλκυση επενδύσεων και “greenfield” έργων – νέων επιχειρηματικών εγχειρημάτων – αποτελούν εκ των ουκ άνευ προϋποθέσεις. Έχουμε μιλήσει για αυτή την ανάγκη, παρουσιάζοντας τις προτάσεις μας, και περιμένουμε τα αποτελέσματα της δεύτερης έκδοσης της έρευνάς μας για την ελκυστικότητα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού, για να εξετάσουμε πώς τα βήματα που έχουν γίνει προς αυτή την κατεύθυνση από πλευράς Πολιτείας, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της πανδημίας, έχουν διαμορφώσει την αντίληψη των επενδυτών για τη χώρα μας, αλλά και σε τι βαθμό προτίθενται εκείνοι να προχωρήσουν στην υλοποίηση των επενδυτικών τους σχεδίων.

Το μέλλον της εργασίας και ο δρόμος προς την ανάκαμψη

Η πανδημία έφερε αλλαγές, όχι μόνο στον τρόπο ζωής, αλλά και στον τρόπο με τον οποίο εργαζόμαστε. Σε αυτό το σημείο, είναι σκόπιμο να κάνουμε έναν διαχωρισμό. Μέτρα όπως απολύσεις ή μειώσεις μισθών – στον βαθμό που θα ληφθούν – θα είναι συνέπεια της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία. Μέχρι στιγμής, η υπάρχει η αίσθηση ότι η πλειοψηφία των επιχειρήσεων προσπαθεί να μην καταφύγει σε τέτοιου είδους μέτρα, και φαίνεται σε αυτό να έχει την στήριξη της Κυβέρνησης. Το αν θα χρειαστούν παρόμοια μέτρα μεσοπρόθεσμα, θα εξαρτηθεί από την έκταση και τη διάρκεια της κρίσης, δύο παράγοντες που ακόμη δεν έχουν προσδιοριστεί.

Δε θα πρέπει, όμως, να συγχέουμε τις απολύσεις και τις μειώσεις με την τηλεργασία, που, σύμφωνα με αρκετούς, αποτελεί ένα βήμα μπροστά για τις επιχειρήσεις, αλλά και τους εργαζόμενους. Σε πολλές επιχειρήσεις όπου εφαρμόστηκε με σωστό σχεδιασμό, η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων βλέπει θετικά την επέκτασή της στο μέλλον. Είναι αυτονόητο ότι αυτό απαιτεί να αντιμετωπιστούν ζητήματα προσαρμογής κατά τη μεταβατική περίοδο – και αυτό είναι η μεγαλύτερη πρόκληση – αλλά είναι μια θετική εξέλιξη, η οποία μας φέρνει πιο κοντά στον μετασχηματισμό των επιχειρήσεων. Πρόσφατα, η EY παρουσίασε ένα επιχειρησιακό πλαίσιο, το “Physical Return & Work Reimagined”, που στοχεύει στο να βοηθήσει τις επιχειρήσεις να διαχειριστούν την επιστροφή των εργαζομένων στους χώρους εργασίας, και μέσω της χρήσης δεδομένων και τεχνολογίας, να σχεδιάσουν όσο το δυνατόν αποτελεσματικότερα την «επόμενη μέρα», την «επόμενη κανονικότητα». Είναι σαφές ότι πλέον δε μιλάμε μόνο για ψηφιακό μετασχηματισμό – μιλάμε και για μετασχηματισμό του ανθρώπινου δυναμικού και, κυρίως, των παραδοσιακών τρόπων εργασίας.

Το μεγάλο μέρος της κρίσης είναι ακόμη μπροστά μας. Συνεπώς, είναι πολύ νωρίς για να κάνει κανείς προβλέψεις. Η πανδημία χτύπησε τις ελληνικές επιχειρήσεις μετά από μια δεκαετή κρίση και στη φάση που προσπαθούσαν να ανασυνταχθούν για να μπορέσουν να λειτουργήσουν ως ατμομηχανή για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Το γεγονός ότι σήμερα, αντί να επικεντρωθούν στον ριζικό μετασχηματισμό τους, επενδύοντας στην εξωστρέφεια, την ψηφιακή τεχνολογία, την καινοτομία και την εκπαίδευση και αναβάθμιση του ανθρώπινου δυναμικού, είναι αναγκασμένες να δώσουν μία ακόμη μάχη επιβίωσης, είναι ανησυχητικό.

Ας επικεντρωθούμε, όμως στη θετική ανάγνωση: ότι, δηλαδή, η κρίση αυτή θα λειτουργήσει ως καταλύτης θετικών αλλαγών, όπως για παράδειγμα με τη «βίαιη» ψηφιοποίηση διαδικασιών που υποχρεώθηκαν να κάνουν πολλές εταιρείες, αλλά και το δημόσιο. Θέλω να πιστεύω ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις θα αδράξουν την ευκαιρία αυτή και θα ανταποκριθούν και πάλι στην πρόκληση. Έχουν ήδη αποδείξει ότι μπορούν να το κάνουν και πιστεύω ότι θα σταθούν για ακόμη μια φορά στο ύψος των περιστάσεων.

*Το ανωτέρω κείμενο αποτελεί προσαρμογή της συνέντευξης του Παναγιώτη Παπάζογλου στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), και στη δημοσιογράφο Μαρία Τσιβγέλη, που δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο www.amna.gr στις 30 Μαΐου 2020.

Περίληψη

Ανεξαρτήτως COVID-19, είναι κρίσιμο η οικονομία γενικότερα, και οι επιχειρήσεις ειδικότερα, να μπουν σε μια μετασχηματιστική τροχιά, επικεντρωνόμενες στην επιχειρηματική καινοτομία και την ψηφιοποίηση, για να μπορέσουν να προσαρμοστούν στο νέο περιβάλλον που διαμορφώνεται. Θα πρέπει να σχεδιάσουν το μέλλον τους εστιάζοντας, όχι μόνο στο «τώρα», αλλά και στην «επόμενη μέρα», καθώς και το «μετέπειτα».

Σχετικά με αυτό το άρθρο

  • Facebook
  • LinkedIn
  • X (formerly Twitter)