Οι αγοραστικές συνήθειες των Ελλήνων
Η πολυκαναλική συμπεριφορά των καταναλωτών ενισχύεται, καθώς η παράλληλη χρήση φυσικών καταστημάτων και διαδικτύου διευρύνει τις επιλογές. Η πλειονότητα των καταναλωτών «ψάχνει» πριν αγοράσει, και το φυσικό κατάστημα παραμένει κυρίαρχο στις περισσότερες κατηγορίες, τόσο στην αγορά, όσο και στην αναζήτηση που προηγείται, ενώ οι πλήρως ψηφιακές αγορές (έρευνα και αγορά αποκλειστικά online) περιορίζονται γύρω στο 10%.
Κριτήρια επιλογής καταστημάτων και προϊόντων, και λόγοι αλλαγής brand
Η καλύτερη τιμή εξακολουθεί να αποτελεί το κυρίαρχο κριτήριο επιλογής εμπορικής επιχείρησης για την πλειοψηφία των καταναλωτών, με τις εκπτώσεις και προσφορές και τη βολική τοποθεσία του καταστήματος να ακολουθούν. Αντίθετα, κατά την επιλογή προϊόντος, ο καταναλωτής φαίνεται να συνυπολογίζει μία σειρά από βασικούς παράγοντες που ορίζουν το «value» της αγοράς: την τιμή, την ποιότητα, αν είναι υγιεινό/κάνει καλό, τη διαθεσιμότητα και το ίδιο το brand.
Όπως και σε όλες τις προηγούμενες εκδόσεις, καταγράφεται αυξημένη η τάση του καταναλωτή να αλλάξει τις μάρκες που αγοράζει. Στην απόφαση αυτή οδηγείται, κυρίως, από την αναζήτηση καλύτερης τιμής. Συγχρόνως, όμως, δηλώνει ανοιχτός στο να δοκιμάσει νέα brands, ότι εντυπωσιάζεται από μια νέα μάρκα και ότι, συχνά, δε βλέπει ουσιαστική διαφορά ποιότητας. Αλλάζει, επίσης, μάρκα όταν αυτή που προτιμά δεν είναι διαθέσιμη και δε θέλει να περιμένει ή να ψάξει αλλού και, σε μικρότερο βαθμό, αν η μάρκα δε συμβαδίζει πλέον με τις αξίες του.
Αναζητώντας το value for money
Προκειμένου να αποκομίσουν μεγαλύτερη αξία από τις αγορές τους, οι καταναλωτές επιλέγουν φθηνότερες μάρκες με παρόμοια ποιότητα (43%), αγοράζουν από εκπτωτικά καταστήματα ή σούπερ μάρκετ (41%), αναβάλλουν την αγορά μέχρι να μπουν τα προϊόντα σε προσφορά (37%), στρέφονται σε προϊόντα private label (36%), συμμετέχουν σε προγράμματα επιβράβευσης ή πιστότητας (35%), ή αγοράζουν προϊόντα σε μεγάλες ποσότητες όταν είναι σε έκπτωση ή προσφορά (34%). Αντιμέτωποι με υψηλότερες τιμές, οι περισσότεροι στρέφονται σε οικονομικότερες επιλογές και, σε μικρότερα ποσοστά, αγοράζουν μικρότερες ποσότητες, ή μικρότερο μέγεθος, ενώ περίπου ένας στους δέκα σταματά να αγοράζει το προϊόν.