Η έννοια της εργασίας έχει αλλάξει ριζικά. Οι λέξεις «καριέρα», «μισθός», «γραφείο» έχουν διαφορετική βαρύτητα σήμερα, σε σχέση με πριν 20 χρόνια. Η ευελιξία, η συχνή μετακίνηση μεταξύ εργοδοτών, το wellbeing, η απόκτηση νέων εμπειριών και η συνεχής εκπαίδευση, διευρύνουν πλέον σημαντικά τον ορισμό του τι συνιστά μία «καλή δουλειά».
Η υπέρ-ρευστότητα που χαρακτηρίζει το οικονομικό και γεωπολιτικό περιβάλλον, αντανακλάται πλέον και στην αγορά ταλέντου, διαμορφώνοντας ένα εργατικό δυναμικό πιο «ανεξάρτητο» και απελευθερωμένο από τα παραδοσιακά δεσμά.
Αυτό το φαινόμενο είναι παγκόσμιο, και δημιουργεί προκλήσεις και για τις ελληνικές επιχειρήσεις. Στην EY, τα τελευταία χρόνια, μέσω της έρευνας Work Reimagined Survey, εξετάζουμε τις προσδοκίες και τις ανάγκες εργαζόμενων και εργοδοτών από όλο τον κόσμο. Τα ευρήματα για το 2024, σκιαγραφούν τις προκλήσεις και τις ευκαιρίες του νέου περιβάλλοντος αγοράς εργασίας.
Με την κινητικότητα των εργαζόμενων να αυξάνεται, η διακράτηση ταλέντου αποτελεί βασική πρόκληση για τις επιχειρήσεις. Το 38% των συμμετεχόντων στην έρευνά μας, δήλωσαν ότι σκέφτονται να παραιτηθούν μέσα στον επόμενο χρόνο. Ενδεικτικά, από αυτούς, το 26% θα αναζητήσουν θέσεις εργασίας στον ίδιο κλάδο, το 25% σε άλλο κλάδο ή τομέα, ενώ το 20% θα δημιουργήσουν κάτι δικό τους.
Άλλη μεγάλη πρόκληση που σχετίζεται με την κατάσταση υπέρ-ρευστότητας, αφορά τη δημιουργία πραγματικής σύνδεσης μεταξύ επιχείρησης και εργαζόμενου. Η υβριδική και απομακρυσμένη εργασία έχουν εισάγει νέους παράγοντες στην ήδη πολύ δύσκολη εξίσωση της διατήρησης μιας ενιαίας εταιρικής κουλτούρας. Η έρευνα δείχνει ότι το 32% των οργανισμών που υιοθετούν μία στρατηγική προσέγγιση στη διαχείριση του ανθρώπινου δυναμικού, έχουν πολλές περισσότερες πιθανότητες να διαχειριστούν τις εξωτερικές προκλήσεις και να ενισχύσουν την αποδοτικότητά τους, αναπτύσσοντας, παράλληλα, ουσιαστικούς δεσμούς με τους ανθρώπους τους.
Την ίδια στιγμή, οι προσδοκίες των εργαζόμενων από τις επιχειρήσεις τους, μεταβάλλονται και δεν περιορίζονται μόνο στα οικονομικά οφέλη. Στο επίκεντρο σήμερα βρίσκονται η ψυχική υγεία και το wellbeing, αλλά και η συμφιλίωση επαγγελματικής και προσωπικής ζωής. Συγκεκριμένα, 8 στους 10 εργαζόμενους αναζητούν νέες ευκαιρίες για αύξηση των αποδοχών τους, αλλά παρόμοιο ποσοστό αναζητούν βελτιωμένο wellbeing και προοπτικές καριέρας. Αντίστοιχα, τρεις στους τέσσερις εργαζόμενους απαιτούν υψηλότερη ποιότητα ηγεσίας, ένω άλλοι τόσοι επιθυμούν απομακρυσμένη εργασία.
Από αυτή την πολυπαραγοντική εξίσωση, δε θα μπορούσε να λείπει η τεχνολογία. Σύμφωνα με τα δεδομένα της έρευνάς μας, ήδη τρεις στους τέσσερις εργαζόμενοι χρησιμοποιούν την GenAI – από μόλις ένας στους δύο πέρυσι. Η ταχεία υιοθέτηση τέτοιων μετασχηματιστικών τεχνολογιών, δημιουργεί ανάγκες για συνεχή εκμάθηση και απόκτηση νέων δεξιοτήτων. Κάτι τέτοιο, απαιτεί νέες στρατηγικές για την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε οι εργαζόμενοι να αισθάνονται ενδυναμωμένοι, αλλά και ικανοποιημένοι από την εμπειρία χρήσης των νέων τεχνολογιών.
Μια νέα στρατηγική προσέγγιση
Τι κάνουμε από εδώ και πέρα, όμως; Για να διαχειριστούν οι επιχειρήσεις πρακτικά αυτές τις προκλήσεις, θα πρέπει να θέσουν τον άνθρωπο στον πυρήνα του μετασχηματισμού, και να τον κάνουν πυλώνα της διαδικασίας δημιουργίας αξίας.
Ένα καλό σημείο εκκίνησης, είναι η ενίσχυση των δεσμών της επιχείρησης με τους ανθρώπους της. Οι νέοι τρόποι εργασίας, καλούν και για νέες προσεγγίσεις στους χώρους εργασίας, αναδιαμορφώνοντας τα γραφεία σε hubs κοινωνικής διάδρασης που θα ενθαρρύνουν τη συνεργασία και τη συν-δημιουργία, αλλά και θα ενισχύουν την ευελιξία. Οι νεαρότεροι ηλικιακά εργαζόμενοι, ειδικά, εκτιμούν την ελευθερία να επιλέγουν από πού και πώς θα εργαστούν, κάτι που μπορεί να αυξήσει την ικανοποίησή τους και να ενδυναμώσει τη σχέση τους με τον οργανισμό.
Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, κρίσιμη είναι η προτεραιοποίηση της υιοθέτησης της GenAI και άλλων καινοτόμων τεχνολογιών, με τρόπο προσωποιημένο ανάλογα με τις ανάγκες και τις προσδοκίες του ρόλου του κάθε εργαζόμενου. Αυτό θα αυξήσει την ικανοποίηση, την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα, καθώς οι εργαζόμενοι θα αισθάνονται ότι έχουν τα εφόδια για να επιτύχουν. Σε αυτή την κατεύθυνση, όμως, πρέπει να επανεξετάσουμε και τους τρόπους που καλύπτουμε τα «κενά» δεξιοτήτων, προσφέροντας εκπαιδευτικά προγράμματα και ευκαιρίες για upskilling και reskilling. Η συνεχής εκπαίδευση και ανάπτυξη δεξιοτήτων είναι κρίσιμη για την προσαρμογή στις νέες τεχνολογίες και τις ραγδαίες αλλαγές στην αγορά εργασίας.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι εργαζόμενοι αναζητούν, σήμερα, επιχειρήσεις που διαθέτουν αξίες, αποστολή και όραμα, με τα οποία να μπορούν να ταυτιστούν. Θα πρέπει οι επιχειρήσεις να επικεντρωθούν στην εταιρική κουλτούρα τους, δημιουργώντας ένα περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι θα μπορέσουν να αναπτυχθούν. Ένα περιβάλλον όπου θα νιώθουν ότι οι ανάγκες τους, όχι μόνο εισακούονται, αλλά καλύπτονται.
Χρειαζόμαστε μία νέα στρατηγική προσέγγιση για το ανθρώπινο κεφάλαιο, αξιοποιώντας τη δυναμική της ψηφιακής τεχνολογίας. Αυτό, θα προσδώσει στις επιχειρήσεις ένα «πλεονέκτημα ταλέντων», που θα συμβάλει στην προσέλκυση και τη διακράτηση εργαζόμενων, αλλά και στην αύξηση της παραγωγικότητας σε όλα τα επίπεδα του οργανισμού. Με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον εργασίας που όχι μόνο θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις, αλλά θα αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες των ανθρώπων μας, ώστε να αναδιαμορφώσουμε, από κοινού, το μέλλον με αυτοπεποίθηση και περισσότερη εμπιστοσύνη.
*To άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό FORTUNE την 1η Δεκεμβρίου 2024